συκοφάντημα

συκοφάντημα
σῡκοφάντ-ημα, ατος, τό,
A vexatious prosecution or accusation, Aeschin.2.39, OGI669.40 (Egypt, i A.D., pl.), J.AJ16.10.8, Plu.Per.37, CPR232.14 (ii/iii A.D.).
II quibble, Arist.SE174b9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συκοφάντημα — σῡκοφάντημα , συκοφάντημα vexatious prosecution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφάντημα — τὸ ΜΑ [συκοφαντῶ] επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία αρχ. σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα …   Dictionary of Greek

  • συκοφαντήματ' — σῡκοφαντήματα , συκοφάντημα vexatious prosecution neut nom/voc/acc pl σῡκοφαντήματι , συκοφάντημα vexatious prosecution neut dat sg σῡκοφαντήματε , συκοφάντημα vexatious prosecution neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντημάτων — σῡκοφαντημάτων , συκοφάντημα vexatious prosecution neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντήμασι — σῡκοφαντήμασι , συκοφάντημα vexatious prosecution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντήματα — σῡκοφαντήματα , συκοφάντημα vexatious prosecution neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντήματος — σῡκοφαντήματος , συκοφάντημα vexatious prosecution neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”